μοβ

μοβ
ο, η, το
(άκλιτο)
1. αυτός που έχει χρώμα που μοιάζει με το χρώμα τού μενεξέ, ιώδης, βιολετής
2. το ουδ. ως ουσ. το μοβ
το χρώμα τού μενεξέ. το ιώδες, το βιολετί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mauve < λατ. malva «μολόχα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοβ — επίθ. άκλ. (λ. γαλλ.), ιώδης, μενεξελής: Η πασχαλιά έχει μοβ άνθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κουκιά — Ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Vicia faba. Οι βλαστοί της κ. είναι μεγάλοι, αδιακλάδωτοι και μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα 2 μ. Τα φύλλα της είναι σύνθετα, αποτελούμενα από έξι μεγάλα, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • λιλά — το 1. το χρώμα τής βιολέτας, το ιώδες, το μενεξεδί, το μοβ 2. ως επίθ. ιώδης, μενεξεδής, μοβ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lilas < αραβ. laylak, līlak < περσ. nīlak «γαλαζωπός»] …   Dictionary of Greek

  • μενεξεδής — και μενεξελής ιά, ί (μενεξές] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μενεξέ, ιώδης, μοβ 2. το ουδ. ως ουσ. το μενεξεδί το χρώμα τού μενεξέ, το ιώδες, το μοβ …   Dictionary of Greek

  • Γκραμ, Χανς Κρίστιαν — (Hans Kristian Gramme, 1853 – 1938). Δανός γιατρός. Έγινε γνωστός από την ομώνυμη μέθοδο χρώσης των βακτηρίων που πρότεινε, η οποία χρησιμοποιείται πλέον παγκοσμίως. Σύμφωνα με τη μέθοδό του, βακτήρια που σχηματίζουν λεπτό στρώμα πάνω σε… …   Dictionary of Greek

  • ιβερίδα — Γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Συναντώνται στη νότια Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ασία. Το γένος περιλαμβάνει ετήσιες ή πολυετείς πόες και φρυγανώδεις θάμνους με φύλλα κατ’ εναλλαγή, ακέραια, οδοντωτά ή… …   Dictionary of Greek

  • σολδανέλλα — (soldanella). Πολυετής πόα της οικογένειας των Πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), χαρακτηριστικό είδος της αλπικής χλωρίδας. Φυτρώνει στις ορεινές ζώνες (1.500 2.300 μ.) αμέσως μετά το λιώσιμο του χιονιού. Τα φύλλα της είναι όλα παράρριζα, μακρόμισχα με …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”